αμπελοτόμος

αμπελοτόμος
-ο
(Α ἀμπελοτόμος)
1. ο κατάλληλος για το κλάδεμα τών αμπελιών
2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ο αμπελοτόμος
ο αμπελοκλαδευτής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -τόμος < τέμνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”